Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
ιερομοσχοσφραγιστής — ἱερομοσχοσφραγιστής, ὁ (Α) ιερέας που σφράγιζε τους ιερούς μόσχους οι οποίοι προορίζονταν για θυσία για να βεβαιώσει ότι είναι κατάλληλοι γι αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + μοσχοσφραγιστής] … Dictionary of Greek
καταφαντός — καταφαντός, ή, όν (Α) [καταφαίνω] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να βεβαιώσει, αυτός που επιδέχεται κατάφαση … Dictionary of Greek
Βερεγκάριος — (Βerengar). Όνομα δύο βασιλιάδων της Ιταλίας και αυτοκρατόρων της Δυτ. Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Β. Α’ (; – 924). Ήταν γιος του Εβεράρδου, δούκα του Φρίουλι και ανιψιός του Λουδοβίκου του Αγαθού. Αναγορεύτηκε βασιλιάς της Ιταλίας στην Παβία το… … Dictionary of Greek
Νάνσεν, Φρίτγιοφ — (Fridtjof Nansen, Στόρε Φρέεν, Όσλο 1861 – Λίσακερ 1930). Νορβηγός εξερευνητής και επιστήμονας. Έπειτα από ένα ταξίδι το 1881 στον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό, το 1888 διέσχισε τη Γροινλανδία, σκεπασμένη τελείως από πάγους και άγνωστη τότε σε όλους,… … Dictionary of Greek
Πανός άντρον — Σπήλαια της Αττικής καθιερωμένα στα αρχαία χρόνια ως ιερά του Πάνα. 1. Στη βορειοδυτική γωνία της Ακρόπολης της Αθήνας. Μπροστά στην είσοδό του υπάρχει στο βράχο μια στρογγυλή ρωγμή, ίσως ο τάφος του Ερεχθέα, που τον σκότωσε ο Ζεύς ή ο Ποσειδών.… … Dictionary of Greek