βεβαιώσει

βεβαιώσει
βεβαίωσις
confirmation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
βεβαιώσεϊ , βεβαίωσις
confirmation
fem dat sg (epic)
βεβαίωσις
confirmation
fem dat sg (attic ionic)
βεβαιόω
confirm
aor subj act 3rd sg (epic)
βεβαιόω
confirm
fut ind mid 2nd sg
βεβαιόω
confirm
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …   Dictionary of Greek

  • ιερομοσχοσφραγιστής — ἱερομοσχοσφραγιστής, ὁ (Α) ιερέας που σφράγιζε τους ιερούς μόσχους οι οποίοι προορίζονταν για θυσία για να βεβαιώσει ότι είναι κατάλληλοι γι αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + μοσχοσφραγιστής] …   Dictionary of Greek

  • καταφαντός — καταφαντός, ή, όν (Α) [καταφαίνω] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να βεβαιώσει, αυτός που επιδέχεται κατάφαση …   Dictionary of Greek

  • Βερεγκάριος — (Βerengar). Όνομα δύο βασιλιάδων της Ιταλίας και αυτοκρατόρων της Δυτ. Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Β. Α’ (; – 924). Ήταν γιος του Εβεράρδου, δούκα του Φρίουλι και ανιψιός του Λουδοβίκου του Αγαθού. Αναγορεύτηκε βασιλιάς της Ιταλίας στην Παβία το… …   Dictionary of Greek

  • Νάνσεν, Φρίτγιοφ — (Fridtjof Nansen, Στόρε Φρέεν, Όσλο 1861 – Λίσακερ 1930). Νορβηγός εξερευνητής και επιστήμονας. Έπειτα από ένα ταξίδι το 1881 στον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό, το 1888 διέσχισε τη Γροινλανδία, σκεπασμένη τελείως από πάγους και άγνωστη τότε σε όλους,… …   Dictionary of Greek

  • Πανός άντρον — Σπήλαια της Αττικής καθιερωμένα στα αρχαία χρόνια ως ιερά του Πάνα. 1. Στη βορειοδυτική γωνία της Ακρόπολης της Αθήνας. Μπροστά στην είσοδό του υπάρχει στο βράχο μια στρογγυλή ρωγμή, ίσως ο τάφος του Ερεχθέα, που τον σκότωσε ο Ζεύς ή ο Ποσειδών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”